-
1 εκβιβαζω
1) выводить (на берег), высаживать, выгружать(εἰς τὸν λιμένα Plat.; ἐκ τῶν νεῶν Thuc., Xen.; τοὺς στρατιώτας Plut.)
2) отводить(ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος Her.)
3) отклонять, сбивать(ἵππους τῶν ὁδῶν Xen.; τινὰ τῶν δικαίων λόγων Thuc.)
4) толкать, побуждать(τινὰ εἰς τὸν πόλεμον Polyb.)
См. также в других словарях:
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek